- ἐνάργημα
- ἐνάργ-ημα, ατος, τό,A clearly perceived phenomenon, datum of experience, Epicur. Ep.1p.24U., al.: pl., evident facts, opp. τὰ μὴ δῆλα, Phld.Sign.36, cf. Po.2.54.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενάργημα — ἐνάργημα, το (Α) 1. αυτό που διακρίνεται ξεκάθαρα, που φαίνεται ευκρινώς, το σαφώς αντιληπτό, δεδομένο τής πείρας 2. στον πληθ. σαφή γεγονότα … Dictionary of Greek
ἐνάργημα — clearly perceived phenomenon neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναργημάτων — ἐνάργημα clearly perceived phenomenon neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναργήμασι — ἐνάργημα clearly perceived phenomenon neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναργήμασιν — ἐνάργημα clearly perceived phenomenon neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναργήματα — ἐνάργημα clearly perceived phenomenon neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναργήματι — ἐνάργημα clearly perceived phenomenon neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναργής — ές (AM ἐναργής, ές) 1. ευκρινής, εμφανής, σαφής, καθαρός, ολοφάνερος («ἰδόντα ὄψιν ἐνυπνίου ἐναργεστάτην», Ηροδ.) 2. (για λόγο) σαφής, ευνόητος, κατανοητός («σημεῑα ἐναργέστερα», Πλάτ.) αρχ. 1. αισθητός, ορατός («χαλεποὶ δὲ θεοὶ φαίνεσθαι… … Dictionary of Greek